- διασπείρω
- διασπείρω, διέσπειρα βλ. πίν. 217
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
διασπείρω — scatter aor subj act 1st sg διασπείρω scatter pres subj act 1st sg διασπείρω scatter pres ind act 1st sg διασπείρω scatter aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασπείρω — (AM διασπείρω) 1. σπέρνω, ρίχνω με το χέρι μου τους σπόρους στο χώμα, έτσι ώστε να πέσουν αραιά 2. διαδίδω, κοινολογώ («διασπείρω ψευδείς ειδήσεις») 3. κατασπαταλώ αρχ. διαμοιράζω, διανέμω … Dictionary of Greek
διασπείρω — διάσπειρα και διέσπειρα, διασπάρθηκα, διασπαρμένος, (μτφ.), διαδίδω, διασκορπίζω κάτι: Διασπείρει συκοφαντίες για το άτομό μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διασπείρῃ — διασπείρω scatter aor subj mid 2nd sg διασπείρω scatter aor subj act 3rd sg διασπείρω scatter pres subj mp 2nd sg διασπείρω scatter pres ind mp 2nd sg διασπείρω scatter pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασπείρει — διασπείρω scatter aor subj act 3rd sg (epic) διασπείρω scatter pres ind mp 2nd sg διασπείρω scatter pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασπείρομεν — διασπείρω scatter aor subj act 1st pl (epic) διασπείρω scatter pres ind act 1st pl διασπείρω scatter imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασπείρουσι — διασπείρω scatter aor subj act 3rd pl (epic) διασπείρω scatter pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διασπείρω scatter pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασπείρουσιν — διασπείρω scatter aor subj act 3rd pl (epic) διασπείρω scatter pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διασπείρω scatter pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεσπαρμένα — διασπείρω scatter perf part mp neut nom/voc/acc pl διεσπαρμένᾱ , διασπείρω scatter perf part mp fem nom/voc/acc dual διεσπαρμένᾱ , διασπείρω scatter perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάσπειρον — διασπείρω scatter aor imperat act 2nd sg διασπείρω scatter imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) διασπείρω scatter imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)